παιδοποίησις

παιδοποίησις
παιδοποί-ησις, εως, ,
A child-bearing, Pl.Lg.947d, Vett. Val.123.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παιδοποιήσει — παιδοποίησις child bearing fem nom/voc/acc dual (attic epic) παιδοποιήσεϊ , παιδοποίησις child bearing fem dat sg (epic) παιδοποίησις child bearing fem dat sg (attic ionic) παιδοποιέω beget children aor subj act 3rd sg (epic) παιδοποιέω beget… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδοποιήσεις — παιδοποίησις child bearing fem nom/voc pl (attic epic) παιδοποίησις child bearing fem nom/acc pl (attic) παιδοποιέω beget children aor subj act 2nd sg (epic) παιδοποιέω beget children fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδοποίησιν — παιδοποίησις child bearing fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδοποίηση — η (Α παιδοποίησις) [παιδοποιώ] η τεκνοποίηση, η παιδοποιία …   Dictionary of Greek

  • παιδοποιήσιμος — παιδοποιήσιμος, ον (Α) [παιδοποίησις] ικανός για παιδοποιία, για τεκνοποίηση …   Dictionary of Greek

  • παιδοποιήσεως — παιδοποιήσεω̆ς , παιδοποίησις child bearing fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδοποιήσῃ — παιδοποιήσηι , παιδοποίησις child bearing fem dat sg (epic) παιδοποιέω beget children aor subj mid 2nd sg παιδοποιέω beget children aor subj act 3rd sg παιδοποιέω beget children fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”